Περιμένοντας τον Γκοντό, «Μια βαθιά υπαρξιακή διάσταση αναδύεται» – Αθηνόραμα
Από Τώνια Καράογλου

Το έργο-ορόσημο ενός συγγραφέα που έχει χαρακτηριστεί ως ο τραγωδός του 20ού αιώνα δίνει στην Έλενα Μαυρίδου το βήμα για να ξεγυμνώσει επί σκηνής τη μικρότητα της ύπαρξής μας.

Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε πως το έργο του Μπέκετ δεν ­είναι απλώς δείγμα –ίσως το υψηλότερο– της δραματουργίας του 20ού αιώνα, αλλά ένα κλασικό κείμενο, κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι αναγνώσεις που χωράει είναι τόσες όσες κάθε σκηνοθέτης επιθυμεί να του προσδώσει, αφού μέσα από την απλή του φόρμα μιλάει για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Αν υπάρχουν κάποια κλειδιά για την ερμηνεία του, αυτά δεν βρίσκονται στην αποκωδικοποίηση του αόριστου ήρωα με το όνομα Γκοντό, που ως γνωστόν δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής, αλλά στη λέξη: «περιμένοντας».

Η διαχείριση του χρόνου είναι κομβική, όχι μόνο όσον αφορά τον ρου της υπόθεσης αλλά και τον τροπο που δομείται το έργο, το γεμάτο παύσεις, επαναλήψεις και χρονικά κενά. Ταυτόχρονα, μέσα από τα δύο ζευγάρια ηρώων, ο συγγραφέας αναπτύσσει τις ανθρώπινες σχέσεις σε όλες τους τις εκφάνσεις, από την αγάπη και τη συνύπαρξη μέχρι την εξουσία και την υποταγή, οι οποίες μάλιστα δεν είναι απαραιτήτως διαχωρισμένες, αλλά μπορεί να εμπεριέχονται η μία στην άλλη.

Η οντολογική διάσταση του «Γκοντό» φωτίστηκε εμμέσως αλλά σαφώς στη σκηνική εκδοχή της Έλενας Μαυρίδου. Με μια παιγνιώδη διάθεση ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό, η παράσταση εστίασε ιδιαίτερα στο κωμικό ύφος. Τα σλάπστικ στοιχεία που ενυπάρχουν στο έργο ήρθαν στο προσκήνιο και πολλαπλασιάστηκαν. Σε αυτό το επίπεδο η σωματική ερμηνεία των ηθοποιών αποδείχτηκε κομβική· ειδικά το ζευγάρι Εστραγκόν – Βλαντιμίρ (απολαυστικότατοι οι Γιάννης Λεάκος – Έκτορας Λιάτσος) δίνει το στίγμα του στην παράσταση, η οποία θυμίζει νούμερο από τσίρκο – χαρακτηριστική είναι και η εμφάνισή τους με κόκκινες μύτες και ρούχα παλιάτσων (κοστούμια Ιωάννα Πλέσσα). Η σκηνοθέτις, μάλιστα, τολμάει να αποδώσει κωμικά και τον ρόλο του τυραννικού Πότζο (Μιχάλης Μιχαλακίδης)· και η δική του εμφάνιση και συμπεριφορά έχουν λαϊκότατες ρίζες, ενώ η βία που ασκεί με την απολυταρχική του εξουσία στο δούλο του, Λάκι (Δήμητρα Κούζα) περνάει μόνο έμμεσα.

Η μεταθεατρική διάσταση κυριαρχεί στην παράσταση: σε σημεία φωνάζει ότι πρόκειται για «δοκιμή», κι επιπλέον έχουν προστεθεί ρόλοι που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο: ένα δεύτερο ζευγάρι λειτουργεί ως καθρέφτης του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν (Γ. Κατσιμίχας, Μ. Μιχαλακίδης), ενώ η Δήμητρα Κούζα επιφορτίζεται και με τον ρόλο ενός «σκηνοθέτη», που ορίζει τις δράσεις των προσώπων, παρεμβαίνει και μοιράζει ρόλους. Μόνο η παρουσία της Φωτεινής Μποστανίτη ως «βοηθού» μένει μάλλον περιττή.

Η κωμικότητα δίνει ανάσες στην παράσταση, δεν μένει όμως εκεί. Το θεατρικό παιχνίδι που εκτυλίσσεται επί σκηνής αναδύει μια βαθιά υπαρξιακή διάσταση, καταδεικνύοντας το γελοίον της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ η παράσταση εμπλουτίζεται και με άλλα στοιχεία, που αν και δεν αποκωδικοποιούνται ακριβώς (όπως η παρουσία του Παιδιού ως μιας αλλόκοτης φιγούρας που κλείνει την παράσταση αφού απογυμνωθεί ενώπιόν μας) λειτουργούν εμφαντικά προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

Πηγή – Αθηνόραμα

(25/04/2019)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ