Οι Βρετανοί και συγκεκριμένα το Royal National Theatre μετά από ψηφοφορία του το 1990 ανέδειξε το «Περιμένοντας τον Γκοντό» ως το σημαντικότερο έργο του 20ου αιώνα στην αγγλική γλώσσα. Συνεπώς, δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση του γιατί η συγκεκριμένη παράσταση έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές στην ελληνική θεατρική σκηνή. Αντίστοιχα βέβαια, όταν ένα κείμενο έχει γραφτεί στο τέλος της δεκαετίας του ’40, συνοδεύεται από τόσες επεξηγήσεις από το πώς πρέπει να στηθεί στον χώρο και καταφέρνει να είναι επίκαιρο σήμερα, λίγα πράγματα μπορούν να πάνε λάθος στην οπτικοποίησή του.
Ο Βλαντιμίρ (Ντίντι) και ο Εστραγκόν (Γκόγκο), ρακένδυτοι στη μέση του πουθενά περιμένουν κάποιον Γκοντό να τους σώσει. Δεν είναι μόνοι τους, κάποιο αντίστοιχο δίδυμο σε ένα παράλληλο σύμπαν πράττει αναλόγως. Πεινούν, στρουθοκαμηλίζουν, ματαιοπονούν, αναγνωρίζουν την αδικία όταν συναντούν τον Πότζο και τον δούλο του Λάκι, όμως απαθώς σχεδόν δεν αντιδρούν καθόλου. Πόσο να ανακατευτούν πια σε κάτι που δεν τους αφορά; Η λύση για όλα είναι ο Γκοντό.
Ο Μπέκετ προφανώς και καταπιάνεται μεταξύ άλλων με το «χάρισμά» μας να βαλτώνουμε στην όποια καθημερινότητα, να νίπτουμε τας χείρας μας για ό,τι μας συμβαίνει και να μην παίρνουμε την πρωτοβουλία να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα, ακόμα κι αν οι μοναδικοί υπαίτιοί τους είμαστε εμείς. Ένα αόρατο μαγικό χέρι θα σώσει τους ήρωες από αυτήν την κατάσταση που έχει ριζώσει όσο και το δέντρο γύρω από το οποίο τον περιμένουν καρτερικά. Παρόλο που ο Μπέκετ έχει διαψεύσει το ενδεχόμενο το όνομα Γκοντό να προέρχεται από το God (αγγλιστί θεός) και την κατάληξη -ot που έχουν αρκετά γαλλικά ονόματα, η αλήθεια είναι πως δεν πείθει ιδιαίτερα ότι δεν υπάρχει συσχετισμός.
Η Μαυρίδου στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα έφερε επιπρόσθετη φρεσκάδα σε ένα έργο που με την πολλαπλή του αλληγορία βρίσκει άπειρα πατήματα στο σήμερα, παραμένει έτσι κι αλλιώς φρέσκο. Εστιάζοντας στην αύρα των χαρακτήρων και την κινησιολογία, όπως επίσης διαθέτοντας έναν θίασο που μοιάζει φτιαγμένος από πλαστελίνη περνάει σαν χορογραφημένο αερικό από σκηνή σε σκηνή. Στην παράσταση η εκφραστικότητα κερδίζει απευθυνόμενη σε όλες τις αισθήσεις· το παράλληλο σύμπαν που θεωρεί την ύπαρξη πολλών Ντίντι και Γκόγκο εκεί έξω δεδομένη, είναι πιο ορατό από ποτέ και αποδίδεται με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργείται η αίσθηση ότι ο καθένας θα μπορούσε να είναι στη θέση των πρωταγωνιστών. Εξίσου ξεχωριστό το τέχνασμα να αναδείξει τον αγγελιοφόρο σε ένα αιθέριο πλάσμα (Νατάσα Εξηνταβελώνη) που αναπτερώνει τις ελπίδες του διδύμου, επισημαίνοντας στο κοινό ότι ακόμα και η φαντασία -αν υπάρχει κοινό όραμα- μπορεί να μοιραστεί. Εξαιρετική και η ερμηνεία του Κίμωνα Κουρή ως Πότζο.
Προσωπικά, θα πρότεινα πριν επισκεφθεί οποιοσδήποτε το Θέατρο Χώρος, να διαβάσει πρώτα για το έργο, να έχει μία εικόνα του τι μπορεί να περιμένει. Νομίζω πως έτσι αναδεικνύεται περισσότερο η πρωτότυπη προσπάθεια του συγκεκριμένου θίασου.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
«Ο Λάμπρος» – Κριτική | Athinorama
Η Μαυρίδου, στην πολυμεσική...
Ο Λάμπρος – Κριτική | boemradio
Ποιο είναι το μοτίβο της...