«Παραλείποντας τους ηθοποιούς…» – Efsyn.gr
Από Γρηγόρης Ιωαννίδης

Ποίηση με τα μέσα του θεάτρου. Ο Δημήτρης Λάλος προσεγγίζει την «Ιλιάδα» από την πλευρά του Εκτορα, με τη μορφή ραψωδιακής αφήγησης, συνοδεία ζωντανής μουσικής, και η Ελενα Μαυρίδου μεταφέρει το κείμενο του Σολωμού με σκιές σαν κόμικς, απαγγελία off-stage και ηχητική επένδυση.
Στο μεγάλο κύμα της τρικυμισμένης θεατρικής χρονιάς, στη φουσκονεριά του προσφερόμενου θεάματος και των παραστάσεων μεσαίας και μεγάλης κλίμακας, είναι οπωσδήποτε δύσκολο να διακριθούν οι χαμηλόφωνες παραστάσεις των σεμνότερων προθέσεων.

Αν και οι στόχοι παραμένουν φαντάζομαι σταθερά ψηλά, οι μικρότερης κλίμακας παραγωγές κινδυνεύουν να χαθούν από τη ματιά μας μπροστά στα μεγάλα σχήματα θεάτρου. Στρέφοντας λοιπόν για λίγο την προσοχή μας προς τα εκεί, σκέφτηκα να σχολιάσω δύο από αυτές τις μικρότερες παραγωγές, που με όλες τις διαφορές τους φαίνεται να συνδέονται με μια κύρια σημαντική γραμμή. Συγκεκριμένα, με τη διάθεσή τους να παρουσιάσουν ποίηση με τα μέσα του θεάτρου.

Δεν είναι διόλου εύκολο, πιστέψτε με. Από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν ο Ρεαλισμός οικοδομούσε τον κώδικά του, αποδεικνύοντας ότι το θέατρο μπορούσε να συμβάλει στην αυγή της επιστημονικής εποχής, υπήρχαν ταυτόχρονα αμφισβητίες που ένιωθαν ότι το θέατρο, όσο καλό ήταν για να φανερώνει ισόγεια και υπόγεια του νου, της ψυχής και της κοινωνίας, δύσκολα μπορούσε με τα μέσα του να αποδώσει, πόσω δε μάλλον να απογειώσει, τον άνθρωπο στις υψιπετείς εκφράσεις της αληθινής ποίησης.

Κι αν αγωνίστηκαν για να αποδείξουν το αντίθετο οι συμβολιστές, κι αν έψαξαν κάθε πιθανό εφέ για να δημιουργήσουν την αναγκαία εκείνη ατμόσφαιρα που θα έλιωνε τις συμβάσεις και θα έφερνε τον θεατή σε επαφή με τον ποιητικό πυρήνα… Διαπίστωσαν κάποτε πως ακόμα και αν παραβλέπανε τα άλλα μέσα του θεάτρου, έμενε κάτι που έστεκε εμπόδιο σε κάθε ποιητική αναγωγή… Ο ηθοποιός. Αυτός, με το περιορισμένο σώμα, την καθορισμένη ύλη και τη φθαρτή σωματικότητα, αυτός, με την ατίθαση προσωπικότητα και την άστατη ερμηνεία, αυτός, έπρεπε με κάποιο τρόπο να παραλειφθεί ή να αναχθεί πέρα από την παρουσία του…

Είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο, όσοι υποστήριζαν το παραπάνω επιχείρημα κατέληξαν στις «μαριονέτες». Θα αντικαταστήσουμε τον ηθοποιό με το μυστηριακό απείκασμά του, το ξόανο ή τη σκιά, με κάτι τέλος πάντων που να μη δοκιμάζει κάθε στιγμή τις συμβάσεις μας. Ή θα τον μετατρέψουμε με την άσκηση σε κάτι παραπάνω από σώμα, σε κάτι ικανό να κουβαλήσει το μυστηριακό ποιητικό φορτίο της μαριονέτας, σε μια «υπερ-μαριονέτα» ή σε έναν εικονικό επί σκηνής «μάρτυρα». Από εδώ ξεκινάει ο δρόμος που θα γονιμοποιήσει το σύγχρονο θέατρο, κυρίως εκείνο που θα ζητήσει να ξεφύγει από το ρεαλιστικό τοπίο για να μεταδώσει το άρρητο και αφανέρωτο της καθαρής ποίησης.

Στο Tempus Verum του Κεραμεικού ο Δημήτρης Λάλος καταπιάνεται με το πρόβλημα, όχι για να το λύσει, αλλά για να το υπερβεί με τα δικά του μέσα. Η παράσταση στηρίζεται στην ιδέα του να μεταφέρει την «Ιλιάδα» του Ομήρου μέσα από την πρωτότυπη -και για το θέατρο πιθανόν πρωτοφανέρωτη- οπτική του «Αλλου». Στο κέντρο τοποθετείται αυτή τη φορά ο ηττημένος και ατιμασμένος «αντίπαλος» Τρώας, ο Εκτορας.

Ο Λάλος αναδομεί έτσι την «Ιλιάδα», συγκρατώντας από τη μετάφραση του Μαρωνίτη τα χωρία της παρουσίας του συγκεκριμένου ήρωα, ώστε να παρουσιάσει στο ομηρικό έπος τη δική του, κρυμμένη κάτω από το θάμβος της κρατούσας αφήγησης, αντι-ιστορία. Είναι ο ήρωας που, χωρίς να ευθύνεται για τον πόλεμο, αντιστέκεται πρώτος στην επίθεση των Αχαιών, επιβάλλεται με τη γενναιότητα και την πολεμική αρετή του στις μάχες, δοξάζεται σε όλη τη διάρκεια του έπους, για να ατιμαστεί με φρικτό τρόπο πριν το τέλος του. Μα το κυριότερο είναι πως ο Εκτορας είναι ο μόνος που χαρίζει στην «Ιλιάδα» τις ελάχιστες αντι-πολεμικές ανάσες της, την αίσθηση μιας πατρίδας και μιας ζωής για την οποία ο ίδιος αξίζει να παλέψει. Η ιστορία του θα προκαλεί γι’ αυτό συγκίνηση στο εξής, η σκηνή με τον μικρό του γιο, τον Αστυάνακτα, θα μνημονεύεται στους αιώνες, η ρήση του για την πατρίδα θα γίνει έμβλημα πατριωτισμού, ενώ το άδοξο τέλος του από τον Αχιλλέα θα προκαλεί για πάντα φρίκη.

Ομως το τέλος του έπους τού επιφυλάσσει μια αξεπέραστη τιμή… Το ατιμασμένο λείψανό του θα δώσει την αιτία για την εμφάνιση μιας νέας σκέψης για τον άνθρωπο. Την ανιχνεύουμε στα δάκρυα ενός πατέρα που ξέρει τι έχασε, ενωμένα με τα δάκρυα ενός πολεμιστή που ξέρει πως δεν θα το βρει ποτέ στη μάχη.

Αυτή την «κάθαρση» του Εκτορα επιχειρεί η παράσταση του Λάλου, αν και η κάθαρση εδώ θα ήταν καλύτερο να εννοηθεί σαν αποκατάσταση. Οπως και να ’χει, ενδιαφέρον έχει ο τρόπος απόδοσης του σκηνοθέτη και ηθοποιού. Ολα ξεκινούν από τον ίδιο… Ο Λάλος, πριν από την έναρξη, εμφανίζεται ανεπιτήδευτος ενώπιον των θεατών του, πιάνει κουβεντούλα μαζί τους, διαχέεται στην κοινωνικότητά του. Ωσπου έξαφνα… με τον απλό γδούπο στο πάτωμα από την μπότα του, το πρόσωπό του εξαφανίζεται. Μια σειρά από φώτα πίσω του στο μικρό παλκοσένικο ανάβουν και τον εξαϋλώνουν, καθώς ο επιβλητικός λόγος του Ομήρου τον μεταβάλλει σε ραψωδό, αγωγό της ιστορίας που διαπερνά εκείνον για να φτάσει σε εμάς. Ελάχιστες οι κινήσεις, τίποτα που να δοκιμάζει την πιο απλή και ουσιαστική σύμβαση του θεάτρου: «ακούω κάποιον να λέει μια συναρπαστική ιστορία»…

Και κατά την ανύψωση σε έναν άλλο κόσμο που επιχειρείται επί σκηνής, με τη βοήθεια κιόλας του μουσικού Αλέξη Κωτσόπουλου, σελίδες του κειμένου απορρίπτονται μία μία, σαν μικρά λευκά ντεπόζιτα καύσιμων λέξεων, ώσπου ο χώρος γύρω από το μικρό πάλκο να γεμίσει με το κέλυφος του γύρω κόσμου. Η σύντομη χειροποίητη αυτή παράσταση κατορθώνει να μεταδώσει συγκίνηση και να μας φέρει κοντά στον στόχο της. Το πρόσωπο του Εκτορα αναδύεται ξανά, μα πιο αισθαντικό τώρα, τραγικό, καθαρμένο.

Η δεύτερη παράσταση αφορά τον «Λάμπρο» του Σολωμού. Πρόκειται για ακόμη μια επιστροφή στο καταγωγικό κείμενο του ποιητή, το αποσπασματικό και δαιδαλώδες, που έχει δεχθεί κατά καιρούς πολλές απόπειρες ενσάρκωσης εν σώματι και πνεύματι θεάτρου. Ομως αυτή τη φορά η Ελενα Μαυρίδου πλησιάζει το ποίημα με άλλον τρόπο.

Απορρίπτει τη φυσική διαμεσολάβηση του ηθοποιού και την υποκαθιστά με ένα σύστημα σκιών, που προβάλλονται σαν κόμικς στην πίσω οθόνη μέσω ενός προτζέκτορα (τις φιγούρες σχεδίασαν η Ελενα Μαυρίδου και ο Στάθης Μαρκόπουλος). Η ερμηνεύτρια αναλαμβάνει την κίνηση των φιγούρων με τρόπο που να ακολουθούν την ιστορία του «Λάμπρου», όπως ακούγεται από τη δική της απαγγελία off-stage.

Πρόκειται επομένως για μια τεχνική μεικτών μέσων, όπου η οπτική εντύπωση συνδυάζεται με την ακουστική και οι περίφημοι στίχοι του Σολωμού ενισχύονται από την ηχητική επένδυση του Γιώργου Μαυρίδη, με τη λύρα και σύγχρονα μέσα ηλεκτρονικής μουσικής. Επιδιώκεται το εξής: Το καταπέτασμα της παράστασης να χωριστεί στα δύο, ανάμεσα σε έναν κόσμο υλικό, που παρουσιάζεται μπροστά μας ανυπόκριτος…

Και έναν κόσμο άλλο, που δεν παριστάνεται αλλά δείχνεται, που σημαίνεται με τη μουσική, τις σκιές, τη σιωπή… Ο λόγος της ποίησης του «Λάμπρου» είναι ο δρόμος του συμβολισμού, ο δρόμος του να ερμηνεύεις την ποίηση, μα κυρίως να την αποδέχεσαι, ως αυτό που είναι: μια άυλη, πνευματική, απελευθερωτική τελετή της ανθρώπινης ευαισθησίας.

Πηγή – Efsyn.gr

(06/12/2021)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ